Δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων, σωματικό λίπος και σπλαχνικό λίπος σε άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη
Οι δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (Low-Carb) έχουν μελετηθεί εκτενώς ως προς την αποτελεσματικότητά τους στην απώλεια βάρους. Εδώ εξετάζουμε αν αυτές οι δίαιτες επιτυγχάνουν καλύτερη μείωση του σωματικού λίπους – ειδικά του σπλαχνικού λίπους (κοιλιακού λίπους γύρω από τα όργανα) – σε άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη, σε σύγκριση με άλλες δίαιτες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε πρόσφατες μετα-αναλύσεις και ανασκοπήσεις (τελευταίας δεκαετίας), ενώ περιλαμβάνονται και σημαντικές κλινικές μελέτες (RCTs) όταν τα συνολικά δεδομένα είναι περιορισμένα. Σε όλες τις μελέτες αυτές, έχει σημασία αν οι προς σύγκριση δίαιτες ήταν ισοθερμιδικές (ίδιες θερμίδες) ή αν διέφεραν στο θερμιδικό τους περιεχόμενο, καθώς ο περιορισμός θερμίδων επηρεάζει άμεσα την απώλεια λίπους.
Μετα-αναλύσεις και ανασκοπήσεις
Συγκριτική αποτελεσματικότητα Low-Carb έναντι άλλων διαιτών: Σύγχρονες μετα-αναλύσεις υποδεικνύουν ότι οι χαμηλοϋδατανθρακικές δίαιτες είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικές με τις δίαιτες υψηλότερων υδατανθράκων στην απώλεια βάρους και λίπους σε παχύσαρκα άτομα
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Για παράδειγμα, μια μετα-ανάλυση 14 τυχαιοποιημένων μελετών (1.416 παχύσαρκοι συμμετέχοντες) βρήκε μια μικρή υπεροχή των Low-Carb ως προς την απώλεια λίπους: κατά μέσο όρο πέτυχαν ελαφρώς μεγαλύτερη μείωση τόσο του σωματικού βάρους (~0,7 kg) όσο και της λιπώδους μάζας (~0,77 kg) συγκριτικά με δίαιτες υψηλότερων υδατανθράκων
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Επιπλέον, διαφάνηκε ότι το πλεονέκτημα αυτό εστιάζεται κυρίως στο λίπος: μετά από παρακολούθηση >12 μηνών, η διαφορά στο βάρος μεταξύ Low-Carb και άλλων διαιτών ήταν μηδαμινή, ενώ παρέμεινε μια μικρή αλλά σημαντική διαφορά στην απώλεια λιπώδους μάζας υπέρ της Low-Carb (~0,5 kg)
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πολύ αυστηρές κετογονικές δίαιτες (πολύ χαμηλοί υδατάνθρακες) έτειναν να επιτυγχάνουν κάπως μεγαλύτερη μείωση σωματικού λίπους σε σχέση με πιο μέτριες περιορισμένες σε υδατάνθρακες δίαιτες
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov, αν και αυτό μπορεί εν μέρει να αντανακλά χαμηλότερη πρόσληψη θερμίδων ή καλύτερη μεταβολική ανταπόκριση. Συνολικά, οι πρόσφατες ανασκοπήσεις συμφωνούν ότι οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων αποτελούν μια αποτελεσματική επιλογή για απώλεια βάρους/λίπους σε άτομα με παχυσαρκία και μεταβολικά προβλήματα, και τουλάχιστον δεν υστερούν συγκριτικά με τις παραδοσιακές δίαιτες χαμηλών λιπαρών
Γυναικείος πληθυσμός και PCOS: Ειδικά για γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) – μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αντίσταση στην ινσουλίνη – τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Μια πολύ πρόσφατη μετα-ανάλυση (2024) 11 τυχαιοποιημένων μελετών σε υπέρβαρες/παχύσαρκες γυναίκες με PCOS συνέκρινε κετογονικές δίαιτες (πολύ χαμηλών υδατανθράκων) με άλλες δίαιτες. Διαπιστώθηκε σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους στις ομάδες Low-Carb (~9,1 kg περισσότερη απώλεια βάρους κατά μέσο όρο), καθώς και μεγαλύτερη μείωση του Δείκτη Μάζας Σώματος (–2,93 kg/m^2), της περιφέρειας μέσης (–7,6 cm, ένδειξη σπλαχνικού λίπους) και της λιπώδους μάζας (–5,3 kg) σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου
. Οι περισσότερες από τις επιμέρους μελέτες σε αυτήν τη μετα-ανάλυση εφάρμοσαν πολύ χαμηλοθερμιδικές κετογονικές δίαιτες (π.χ. ~600–800 kcal/ημέρα με <10% των θερμίδων από υδατάνθρακες) στους συμμετέχοντες
pmc.ncbi.nlm.nih.gov. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι στις γυναίκες με PCOS η δραστική μείωση υδατανθράκων μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη μείωση σωματικού και κεντρικού λίπους συγκριτικά με συμβατικότερες υποθερμιδικές δίαιτες. Παράλληλα, βελτιώνονται δείκτες όπως η ινσουλιναιμία νηστείας και η ευαισθησία στην ινσουλίνη, που συνδέονται με την απώλεια λίπους στην κοιλιακή χώρα
Δίαιτες Low-Carb σε διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομο: Και σε πληθυσμούς με διαβήτη τύπου 2 (ακραία μορφή ινσουλινοαντίστασης), τα στοιχεία συγκλίνουν ότι οι χαμηλοί υδατάνθρακες βοηθούν ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα. Μια συστηματική ανασκόπηση στο BMJ (2021) βρήκε ότι σε διάστημα 6 μηνών οι Low-Carb δίαιτες πέτυχαν μεγαλύτερη μείωση βάρους, τριγλυκεριδίων και καλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη σε σύγκριση με δίαιτες ελέγχου
. Ωστόσο, στους 12 μήνες οι διαφορές αυτές μειώθηκαν ή εξαφανίστηκαν, υποδηλώνοντας ότι το όφελος μπορεί να περιορίζεται βραχυπρόθεσμα αν δεν διατηρηθεί η συμμόρφωση στη δίαιτα
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτήν την ανασκόπηση, οι πολύ αυστηρές κετογονικές δίαιτες (<10% υδατάνθρακες) δεν απέδωσαν καλύτερα από τις λιγότερο αυστηρές Low-Carb (π.χ. <26% υδατάνθρακες) ως προς την απώλεια βάρους στους 6 μήνες – κάτι που αποδόθηκε σε δυσκολία συμμόρφωσης στις πιο περιοριστικές δίαιτες
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Συνολικά, οι επισκοπήσεις στον διαβητικό/μεταβολικό πληθυσμό καταλήγουν ότι οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων αποτελούν αποτελεσματική στρατηγική διατροφικής παρέμβασης, επιτυγχάνοντας ύφεση του διαβήτη σε ένα μέρος των ασθενών και μεγαλύτερες βελτιώσεις μεταβολικών δεικτών αρχικά, με την προϋπόθεση όμως ότι τηρούνται μακροπρόθεσμα pubmed.ncbi.nlm.nih.gov.
Σημείωση: Πέρα από το σπλαχνικό λίπος, οι Low-Carb δίαιτες φαίνεται ότι μειώνουν αισθητά και άλλες αποθήκες λίπους σχετιζόμενες με την ινσουλινοαντίσταση. Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί ότι μπορούν να μειώσουν δραστικά το ενδοηπατικό λίπος (λιπώδες ήπαρ)
, κάτι που συμβάλλει στη βελτίωση του μεταβολικού προφίλ των ασθενών.
Πειραματικές μελέτες (RCTs) και ευρήματα για σπλαχνικό λίπος
Πολλές κλινικές δοκιμές έχουν μετρήσει άμεσα τις αλλαγές στη σύσταση σώματος (λιπώδης vs. άλιπη μάζα) και το σπλαχνικό λίπος με απεικονιστικές μεθόδους. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικές χαρακτηριστικές μελέτες σε πληθυσμούς με αντίσταση στην ινσουλίνη, με έμφαση στις γυναίκες όταν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα:
- Μελέτη Gower et al., 2015 (UAB) – Μέτρια μείωση υδατανθράκων σε παχύσαρκους ενήλικες και γυναίκες με PCOS: Σε αυτή τη μελέτη, 69 υπέρβαροι/παχύσαρκοι ενήλικες (άνδρες και γυναίκες) τυχαιοποιήθηκαν σε μια δίαιτα χαμηλότερων υδατανθράκων (~43% των θερμίδων από υδατάνθρακες) έναντι μιας δίαιτας υψηλότερων υδατανθράκων (~55% των θερμίδων από υδατάνθρακες). Αρχικά ακολουθήθηκε μια ισοθερμιδική φάση 8 εβδομάδων (ίδιες θερμίδες για διατήρηση βάρους) και στη συνέχεια μια υποθερμιδική φάση 8 εβδομάδων για απώλεια βάρουςpubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Μετά το στάδιο χωρίς θερμιδικό έλλειμμα, όσοι κατανάλωναν τη δίαιτα χαμηλότερων υδατανθράκων είχαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση του ενδοκοιλιακού (σπλαχνικού) λίπους – μετρημένου ως ενδοκοιλιακός λιπώδης ιστός (IAAT) – κατά 11% της αρχικής τιμής, έναντι μόλις ~1% στην ομάδα υψηλότερων υδατανθράκων (σταθερό βάρος)pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Μετά και την υποθερμιδική φάση απώλειας βάρους, η ομάδα χαμηλών υδατανθράκων βρέθηκε με 4,4% λιγότερη συνολική λιπώδη μάζα σε σύγκριση με την ομάδα υψηλότερων υδατανθράκωνpubmed.ncbi.nlm.nih.gov, υποδηλώνοντας μεγαλύτερη απώλεια σωματικού λίπους. Η ίδια μελέτη είχε και έναν σκέλος σε 30 γυναίκες με PCOS (τυπικά ινσουλινοανθεκτικές), όπου οι δίαιτες εφαρμόστηκαν για 8 εβδομάδες χωρίς θερμιδικό περιορισμό σε cross-over σχεδιασμό. Και εδώ, η μείωση των υδατανθράκων (~41% vs 55% της ενέργειας) επέφερε αξιοσημείωτα αποτελέσματα: στις γυναίκες με PCOS, η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων οδήγησε σε μείωση του σπλαχνικού λίπους (IAAT –4,8 cm^2) καθώς και του ενδομυϊκού λίπους, ενώ αντιθέτως στη δίαιτα υψηλότερων υδατανθράκων παρατηρήθηκε απώλεια άλιπης μάζας (μυϊκής μάζας)pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Αυτό δείχνει ότι η μέτρια μείωση υδατανθράκων βελτίωσε την κατανομή της απώλειας βάρους προς το λίπος (ιδίως το σπλαχνικό), προστατεύοντας παράλληλα την άλιπη μάζα, κάτι ιδιαίτερα ωφέλιμο για γυναίκες με PCOS.
- Μελέτη Gower et al., 2021 (Nutrients) – Αυστηρή Low-Carb (κετογονική) δίαιτα χωρίς περιορισμό θερμίδων vs. Low-Fat με περιορισμό θερμίδων: Μια πρόσφατη τυχαιοποιημένη δοκιμή 15 εβδομάδων εξέτασε μεσήλικες υπέρβαρους/παχύσαρκους (82% γυναίκες) σε δύο προγράμματα: η μία ομάδα ακολούθησε μια πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες, υψηλή σε λιπαρά δίαιτα (LCHF: ~5% υδατάνθρακες, 65% λίπος) χωρίς συγκεκριμένο περιορισμό θερμίδων (ελεύθερη λήψη τροφής), ενώ η άλλη ομάδα ακολούθησε μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών (~60% υδατάνθρακες, <25% λίπος) με θερμιδικό έλλειμμα ~500 kcal/ημέραpmc.ncbi.nlm.nih.gov. Παρά το γεγονός ότι η Low-Fat ομάδα είχε επιβολή θερμιδικού περιορισμού, τα αποτελέσματα ευνόησαν τη Low-Carb: η ομάδα LCHF πέτυχε σχεδόν διπλάσια ποσοστιαία μείωση του κοιλιακού λίπους (λίπος περιοχής android στην DXA, ~15,6% μείωση έναντι 8,3% στην ομάδα χαμηλών λιπαρών) καθώς και του σπλαχνικού λίπους (~18,5% μείωση έναντι 5,1%, p<0,05)pmc.ncbi.nlm.nih.gov. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν ότι οι συμμετέχοντες με υπάρχουσα αντίσταση στην ινσουλίνη (HOMA-IR >2,6) ωφελήθηκαν περισσότερο: τα άτομα αυτά έχασαν σημαντικά περισσότερο σπλαχνικό και κεντρικό λίπος με τη LCHF συγκριτικά με τη δίαιτα χαμηλών λιπαρώνpmc.ncbi.nlm.nih.gov. Η μελέτη αυτή υποδηλώνει ότι μια κετογονική προσέγγιση μπορεί να στοχεύει αποτελεσματικότερα το επικίνδυνο κοιλιακό λίπος σε μεσήλικες με μεταβολικό κίνδυνο, ακόμη και χωρίς αυστηρό μέτρημα θερμίδων.
- Μελέτη Cunha et al., 2020 (Front. Endocrinol) – Πολύ-χαμηλοθερμιδική κετογονική δίαιτα vs. μέτρια υποθερμιδική δίαιτα, σε παχυσαρκία: Πρόκειται για μια 2μηνη πιλοτική RCT σε 39 παχύσαρκους ασθενείς, η οποία εστίασε άμεσα στη μεταβολή του σπλαχνικού και του ηπατικού λίπους. Η μία ομάδα ακολούθησε μια πολύ χαμηλοθερμιδική κετογονική δίαιτα (VLCKD) περίπου 600–800 kcal/ημέρα, ενώ η ομάδα ελέγχου ακολούθησε μια τυπική υποθερμιδική δίαιτα (με πιο μετριοπαθή περιορισμό θερμίδων). Μετά από μόλις 8 εβδομάδες, τα αποτελέσματα διαφοροποιήθηκαν δραματικά: η ομάδα VLCKD έχασε κατά μέσο όρο ~9,6% του σωματικού της βάρους, έναντι μόλις ~1,9% η ομάδα ελέγχου (δηλ. περίπου 8 kg διαφορά μεταξύ των ομάδων)pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Αντίστοιχα, η μείωση του σπλαχνικού λίπους (μετρημένου με MRI ως εμβαδόν σπλαχνικού λιπώδους ιστού) ήταν σαφώς μεγαλύτερη στην κετογονική ομάδα – κατά μέσο όρο μείωση κατά 32,0 cm^2 του σπλαχνικού λίπους, ενώ η ομάδα μέτριας δίαιτας μείωσε ~12,6 cm^2 (p < 0,05)pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Επίσης, παρατηρήθηκε θεαματική μείωση και του λίπους στο ήπαρ στην ομάδα VLCKD (μείωση κατά ~4,8% της ηπατικής λιπώδους περιεκτικότητας έναντι ~0,8% στην ομάδα ελέγχου)pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Συνολικά, αυτή η μελέτη καταδεικνύει ότι μια επιθετική προσέγγιση με κετογονική πολύ χαμηλών θερμίδων μπορεί να επιτύχει ταχεία κινητοποίηση του σπλαχνικού λίπους, υπερτερώντας μιας συμβατικής υποθερμιδικής δίαιτας στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημαpubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Φυσικά, η διατήρηση αυτής της διαφοράς μακροπρόθεσμα και η βιωσιμότητα μιας τόσο αυστηρής δίαιτας αποτελούν ξεχωριστά ζητήματα (συμμόρφωση, επαναπρόσληψη βάρους κ.λπ.).
Conclusion
Συνοψίζοντας, οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων φαίνεται να είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικές με άλλες δίαιτες ως προς την απώλεια σωματικού βάρους και λίπους σε άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρουν ένα μικρό πλεονέκτημα στην πρόσθετη μείωση του σωματικού λίπους
. Ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα είναι η επίδρασή τους στο σπλαχνικό λίπος: αρκετές μελέτες δείχνουν μεγαλύτερη συρρίκνωση του επικίνδυνου κοιλιακού/σπλαχνικού λίπους με τις Low-Carb δίαιτες, ειδικά σε πληθυσμούς με ινσουλινοαντίσταση (π.χ. γυναίκες με PCOS, άτομα με μεταβολικό σύνδρομο)
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Επιπρόσθετα, οι βιολογικές βελτιώσεις που συνοδεύουν τη μείωση των υδατανθράκων – όπως η μειωμένη ινσουλίνη και η βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη – ενδέχεται να ευνοούν την προτιμησιακή καύση του λίπους έναντι της άλιπης μάζας, οδηγώντας σε καλύτερη σύσταση σώματος. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι το συνολικό θερμιδικό ισοζύγιο παραμένει καθοριστικός παράγοντας: όταν η πρόσληψη θερμίδων ελέγχεται και στις δύο δίαιτες, οι διαφορές στην απώλεια βάρους/λίπους είναι γενικά μικρές
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Τα όποια πλεονεκτήματα των Low-Carb δίαιτων τείνουν να είναι πιο εμφανή βραχυπρόθεσμα και μειώνονται με την πάροδο του χρόνου εάν δεν διατηρηθεί υψηλή προσήλωση στη δίαιτα
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας, μια χαμηλοϋδατανθρακική διατροφή – είτε ισοθερμιδική είτε υποθερμιδική – αποτελεί μια αποτελεσματική και ασφαλή επιλογή για την απώλεια σωματικού και σπλαχνικού λίπους σε άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη, ιδίως όταν εφαρμόζεται με σωστή καθοδήγηση και μακροπρόθεσμη υποστήριξη.
Βασικές πηγές: Μετα-αναλύσεις από Hashimoto και συν. (2016)
, Xing και συν. (2024, PCOS)
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov, ανασκόπηση Goldenberg και συν. στο BMJ (2021)
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov, κλινικές μελέτες από Gower και συνεργάτες
pmc.ncbi.nlm.nih.gov, καθώς και άλλες μελέτες που αξιολόγησαν άμεσα το σπλαχνικό λίπος
pubmed.ncbi.nlm.nih.gov, υποστηρίζουν τα παραπάνω ευρήματα. Οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ως μια αποτελεσματική στρατηγική για τη στοχευμένη μείωση του σωματικού και ειδικά του κοιλιακού λίπους σε πληθυσμούς με μεταβολικές διαταραχές.