Σύνδρομο βακτηριακής υπερανάπτυξης στο λεπτό έντερο (SIBO)
Η υπερανάπτυξη των βακτηρίων στο λεπτό έντερο, επονομαζόμενη ως SIBO, είναι ένα σύνθετο ζήτημα και η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη για τη βελτίωση της αποτελεσματικής διάγνωσης και θεραπείας.
Τι είναι γνωστό όμως μέχρι σήμερα;
Το εντερικό μικροβίωμα
Από τη στιγμή της γέννησης μας συνυπάρχουμε με μια οικολογία πολλών και διαφορετικών μικροβίων, τα οποία στεγάζονται κυρίως στον γαστρεντερικό μας αυλό και μας προσφέρουν πολύτιμα οφέλη, συμμετέχοντας στον μεταβολισμό της τροφής, στην εκπαίδευση του ανοσοποιητικού μας συστήματος και στην προστασία μας από λοιμώξεις του γαστρεντερικού[1].
Τα έχουμε ακούσει και ως προβιοτικά, ή ως μικροχλωρίδα του εντέρου, τα μικρόβια αυτά θα τα βρούμε και σε διάφορα προϊόντα, όπως το γιαούρτι, το κεφίρ και το ξινολάχανο.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τον ορισμό του μοριακού βιολόγου Joshua Lederberg: «το εντερικό μικροβίωμα είναι το σύνολο των μικροοργανισμών, βακτηρίων, ιών, πρωτόζωων και μυκήτων μαζί με το συλλογικό γενετικό υλικό τους που υπάρχει μέσα στη γαστρεντερική οδό» [1].
Πως προκύπτει η υπερανάπτυξη; Γιατί κάποιες τροφές μας προκαλούν φουσκώματα;
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο οργανισμός μας διαθέτει διάφορους ομοιοστατικούς μηχανισμούς με τους οποίους διατηρεί τη σχέση του με τα εντερικά μικρόβια σε ισορροπία.
Ωστόσο, σε διάφορα στάδια της ζωής μας και υπο διάφορες συνθήκες, αυτή η ισορροπία μπορεί να μεταβληθεί, επηρεάζοντας τόσο τον πληθυσμό των εντερικών μικροβίων (να έχουμε μια αύξηση στον αριθμό κάποιων εξ αυτών), τη σύσταση τους (να αναπτύσσονται διαφορετικά είδη συγκριτικά με άλλα), όσο και τη συμπεριφορά τους (κάποια από αυτά να γίνονται πιο επιβλητικά και επιθετικά, εντείνοντας προφλεγμονώδεις καταστάσεις στο σώμα μας)[2].
Ουσιαστικά, το SIBO είναι μια μορφή δυσβίωσης κατά την οποία υπάρχει μια υπερανάπτυξη των βακτηρίων στο λεπτό έντερο, μεγαλύτερη από 105 μονάδες σχηματισμού αποικιών ανά χιλιοστόλιτρο, όπως αποδεικνύεται σε καλλιέργεια βιοψίας του ανώτερου εντέρου[2].
Αρχίζουν δηλαδή να αναπτύσσονται περισσότερα βακτήρια σε διάφορες περιοχές του λεπτού εντέρου, εκεί όπου δεν θα έπρεπε να υφίστανται σε μεγάλο βαθμό.
Αυτά τα βακτήρια παράγουν πρωτεάσες και άλλα βακτηριακά ένζυμα, αέρια και τοξικά παραπροϊόντα, καταστρέφοντας το εντερικό ενδοθήλιο και τις εντερικές λάχνες, προκαλώντας μια αλληλουχία διαταραχών και μια ευρεία κλινική συμπτωματολογία.
Η υπερανάπτυξη των μικροβίων στο λεπτό έντερο μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα αποτελεσματικής πέψης και απορρόφησης θρεπτικών συστατικών, μετάλλων και βιταμινών, τροφοδοτώντας τα θρεπτικά συστατικά στα υπεραναπτυγμέναβακτήρια, αντί στα δικά μας κύτταρα, οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο φλεγμονής, εντερικής δυσαπορρόφησης και βακτηριακής υπερανάπτυξης[2].
Τι διαταράσσει αυτήν την ισορροπία;
Μερικοί μηχανισμοί που έχουν προταθεί βιβλιογραφικά είναι οι εξής[2]:
- Ανεπαρκή έκκριση πεπτικών υγρών του γαστρεντερικού (οξέα στομάχου, χολή, ένζυμα).
- Διαταραχή κινητικότητας εντέρου.
- Διαταραχές του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
- Ανατομικές διαταραχές, όπως διαταραχές λειτουργίας της ειλεοκολικής βαλβίδας.
- Λοιμώξεις και τροφική δηλητηρίαση
- Υποθυρεοειδισμός
- Ελλαττωματική μικροβιακή χλωρίδα
- Διαταραχές στο εντερικό ανοσολογικό σύστημα (IgA)
Όσο υπάρχει μια δυσλειτουργία των παραπάνω μηχανισμών, πολλά μικρόβια δράττουν την ευκαιρία και αρχίζουν να μεταναστεύουν στα ανώτερα τμήματα του λεπτού εντέρου, έχοντας ενεργό ρόλο στη διαχείριση και μεταβολισμό της καταναλώμενης τροφής.
Και έτσι ξεκινούν τα περισσότερα προβλήματα.
Το SIBO συνδέεται με πολλές πεπτικές διαταραχές και διάφορα θέματα υγείας, όπως:
- Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου
- Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- Οισοφαγίτιδα
- Νόσος του Chron
- Εκκολπωματίτιδα
- Μη αλκοολική λιπώδης ηπατική νόσος
- Κίρρωση ήπατος
- Σακχαρώδης Διαβήτης
- Ινομυαλγία
- Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης
- Άσθμα
- Κυστική ίνωση
- Νόσος Πάρκινσον
- Καρδιακή ασθένεια
- Αυτοάνοσες παθήσεις που περιλαμβάνουν κοιλιοκάκη, Hashimoto, σκληρόδερμα και διαβήτη τύπου 1
Ποιά είναι τα συμπτώματα και οι επιπλοκές της ανάπτυξης του SIBO;
Τα βακτήρια ζυμώνουν τους καταναλώμενους υδατάνθρακες που υπάρχουν στο λεπτό έντερο προκαλώντας αυξημένη παραγωγή αερίων.
Η εντερική συσσώρευση αυτών των αερίων έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κοιλιακής διάτασης, φουσκωμάτων και μετεωρισμού.
Ταυτόχρονα, η υπερβολική διάταση του αυλού μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος και δυσφορία[3].
Επίσης, λόγω του ότι η απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών γίνεται στον τελικό ειλεό του λεπτού εντέρου, μπορούν να παρουσιαστούν ελλείψεις σε λιποδιαλυτές βιταμίνες, όπως και στην βιταμίνη Β12.
Στην ουσία υπάρχει ένας ανταγωνισμός θρέψης.
Αντί να απορροφούμε εμείς τα θρεπτικά συστατικά της τροφής, αυτά απορροφώνται από τα εντερικά μικρόβια.
Συνοπτικά, η συμπτωματολογία του SIBO μπορεί να περιλαμβάνει [2]:
– Φουσκώματα μετά από γεύματα
– Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
– Κοιλιακή Δυσφορία και άλγος (σπλαχνική υπερευαισθησία)
– Δυσανεξία σε fodmaps
– Χρόνια Δυσκοιλιότητα η/και διάρροια υδαρείς κενώσεις, αναλόγως με το είδος των υφιστάμενων μικροβίων
– Υποθρεψία (πρωτεΐνη, λιποδιαλυτές βιταμίνες, ανάλογα με το μέγεθος της υπερανάπτυξης και είδος μικροβίων)
Σε περιπτώσεις εκτεταμένης υπερανάπτυξης, εμφανίζονται σημαντικά προβλήματα, όπως απώλεια βάρους και υποθρεψία (ανεπάρκεια σε θρεπτικά συστατικά), λόγω δυσαπορρόφησης υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπών.
Πιο σοβαρά συμπτώματα του SIBO μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Απώλεια βάρους
- Στεατόρροια (δυσαπορρόφηση λίπους)
- Anemia
- Αιμορραγία, ή μώλωπες
- Νυχτερινή τύφλωση
- Πόνος στα οστά και κατάγματα
- Σύνδρομο διαρρέοντος εντέρου
- Αυτοάνοσες νόσοι
Η διάβρωση της επιφάνειας του εντερικού βλεννογόνου δεν επηρεάζει μόνο τη διαδικασία της πέψης και απορρόφησης, αλλά και τη λειτουργία του εντερικού φραγμού.
Η διαταραχή του εντερικού φραγμού (διαρρέον έντερο), επιτρέπει σε άπεπτα σωματίδια τροφής, βακτηριακά αντιγόνα και τοξίνες να εισέλθουν στη συστηματική κυκλοφορία, ενώ σε συνδυασμό με το μοριακό μιμητισμό θεωρείται ως χαρακτηριστικό της έναρξης αυτοανοσίας (σύνδεση με αυτοάνοσα νοσήματα).
Πώς γίνεται η διάγνωση (τεστ) για το SIBO;
Υπάρχουν μόνο 2 μέθοδοι αυτή τη στιγμή.
Η πρώτη μέθοδος αφορά το τεστ αναπνοής και η δεύτερη την καλλιέργεια βακτηρίων μέσω βιοψίας του λεπτού εντέρου, που θεωρείται και η χρυσή μέθοδος.
Ωστόσο, κάθε μέθοδος διαθέτει μειονεκτήματα και περιορισμούς.
Το τεστ αναπνοής βασίζεται στην ιδέα ότι η περίσσεια των βακτηρίων στο λεπτό έντερο μπορεί να ενισχύσει τις ζυμώσεις των διαιτητικών σακχάρων (υδατανθράκων) και να παράγει συγκεκριμένα αέρια, όπως το υδρογόνο, το υδρόθειο και το μεθάνιο.
Αυτά τα αέρια διαχέονται στην κυκλοφορία του αίματος και αποβάλλονται μέσω των πνευμόνων.
Σε γενικές γραμμές, είναι αποδεκτό ότι αυτά τα αέρια προέρχονται από τα μικρόβια του εντέρου, καθώς εκτός από μικρές ποσότητες υδρόθειου, κανένα από τα υπόλοιπα αέρια δεν μπορεί να παραχθεί από ανθρώπινά κύτταρα.
Το υδρογόνο σχετίζεται με την εμφάνιση συμπτωμάτων όπως η διάρροια, ενώ το μεθάνιο (παράγεται από στελέχη του γένους Archaea) συνδέεται με τη δυσκοιλιότητα.
Ωστόσο, διαγνωστικές προκλήσεις με το τεστ αναπνοής εξακολουθούν να υπάρχουν:
- Η ταχεία διέλευση της τροφής (πόσο γρήγορα κινείται η τροφή μέσω του λεπτού εντέρου), μπορεί να δώσει ψευδώς θετικά αποτελέσματα
- Αμφισβητήσιμη ικανότητα του τεστ αναπνοής να διαγνώσει το SIBO όταν υπάρχουν πολύ λίγα βακτήρια.
- Η πιθανότητα ύπαρξης άλλων μορφών δυσβίωσης, συμπεριλαμβανομένης της υπερανάπτυξης μυκήτων λεπτού εντέρου (SIFO), της υπερανάπτυξης εντερικού μεθανογόνου (IMO), της βακτηριακής υπερανάπτυξης του παχέος εντέρου (LIBO), παρασιτικές υπεραναπτύξεις, ή σημαντικές ανισορροπίες σε μεμονωμένα είδη δυσκολεύουν τη διάγνωση.
Ποιες είναι οι θεραπευτικές επιλογές (θεραπεία) του SIBO;
Αντιβιοτικά
Η πιο κοινή μορφή θεραπείας είναι τα αντιβιοτικά.
Τα δύο κορυφαία αντιβιοτικά για τη θεραπεία του SIBO είναι η ριφαξιμίνη, η οποία έχει εγκριθεί για την αντιμετώπιση βακτηρίων που παράγουν υδρογόνο και ένας συνδυασμός ριφαξιμίνης και νεομυκίνης για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας και την υπερανάπτυξη του εντερικού μεθανογόνου.
Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι το SIBO αφορά μια «λοίμωξη» και ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω της χορήγησης αντιβιοτικών.
Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το SIBO προέρχεται κυρίως από βακτήρια που προϋπάρχουν ήδη στο παχύ και λεπτό μας έντερο και αποτελούν μέρος της φυσιολογικής μας μικροχλωρίδας.
Έτσι, το να διατηρούμε αυτά τα βακτήρια σε ισορροπία, αντί να προσπαθούμε να τα εξολοθρεύσουμε, αποτελεί μια καλύτερη στρατηγική.
Τα αντιβιοτικά μπορεί να είναι χρήσιμα, όταν τα συμπτώματά είναι σοβαρά.
Αν εμφανιστεί υποθρεψία, ή απώλεια βάρους, ή άλλη σοβαρή συμπτωματολογία, η χρήση αντιβιοτικών κρίνεται επωφελής.
Τα αντιβιοτικά δεν λειτουργούν πάντοτε και σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά συχνά θα μειώσουν την υπερανάπτυξη, θα βελτιώσουν τα συμπτώματα και θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της λειτουργίας του εντερικού επιθηλίου.
Δυστυχώς όμως, τα αντιβιοτικά δεν αντιμετωπίζουν τις υποκείμενες αιτίες.
Χωρίς πρώτα να ανευρεθούν οι αιτίες, το SIBO, το IMO και άλλες μορφές δυσβίωσης πιθανότατα θα επανέλθουν σχετικά σύντομα.
Με, ή χωρίς αντιβιοτικά, η υποκείμενη αιτία πρέπει να αποτελεί μέρος της συνολικής στρατηγικής για την αποκατάσταση του SIBO.
Ταυτόχρονα, πολλά εντερικά βακτήρια είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ή προσαρμόζονται γρήγορα στη χρήση τους.
Όσον αφορά τη ριφαξιμίνη, μια μελέτη του 2016 έδειξε ότι το 68% των ασθενών με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου με δυσκοιλιότητα η οποία σχετίζονταν με το SIBO, χρειάστηκε και δεύτερη επαναληπτική θεραπεία[4].
Τουλάχιστον η ριφαξιμίνη είναι ένα από τα ασφαλέστερα αντιβιοτικά, καθώς δεν απορροφάται από το έντερο, ελαχιστοποιώντας πιθανές συστηματικές αντιδράσεις.
Η μετάβαση σε πιο ισχυρά συστηματικά αντιβιοτικά αυξάνει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων παρενεργειών, τη μόλυνση από C. diff, αλλεργικών αντιδράσεων και βακτηριακής ανοχής, γεγονός που καθιστά τα αντιβιοτικά λιγότερο αποτελεσματικά στην καταπολέμηση σοβαρών μελλοντικών λοιμώξεων.
Πως μπορούν να βοηθήσουν τα φυτικά αντιβιοτικά βότανα (φυτοθεραπεία);
Πολλά εκχυλίσματα βοτάνων είναι γνωστό ότι διαθέτουν αντιμικροβιακή δράση, με βάση δοκιμές σε εργαστήρια (in vitro), αλλά αυτή η δραστηριότητα τους δεν έχει επιβεβαιωθεί σε κλινικά ελεγχόμενες δοκιμές σε ανθρώπους.
Επίσης, τα μεμονωμένα εκχυλίσματα βοτάνων τείνουν να είναι λιγότερο ισχυρά και αποτελεσματικά, από ότι τα συνθετικά αντιβιοτικά.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιούνται συχνά σε συνδυασμό με τα αντιβιοτικά, όπουσυμπεριλαμβάνονται:
- Η αλισίνη σκόρδου
- Η βερβερίνη
- Το έλαιο ρίγανης
- Η σκόνη Neem κ.α.
Ενώ μια ποικιλία από αυτά τα εκχυλίσματα έχει προταθεί για τη θεραπεία του SIBO, δεν υπάρχουν αρκετές δημοσιευμένες μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα τους.
Μια μικρή μελέτη το 2014 διαπίστωσε ότι ένας συνδυασμός φυτικών αντιβιοτικών ήταν τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικός με τη ριφαξιμίνη, ωστόσο απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να επιβεβαιωθούν αυτά τα αποτελέσματα[5].
Ο ρόλος των προβιοτικών στη θεραπεία του SIBO
Ακολουθούν μερικές μελέτες της αποτελεσματικότητας χρήσης προβιοτικών:
- Σε μια μελέτη του 2016 , ένας συνδυασμός από Bifidobacteria Βifidus, Lactobacillus acidophilus και Streptococcus faecalis σε ασθενείς με καρκίνο του γαστρεντερικού και παρουσία SIBO, έδειξε ότι το SIBO υποχώρησε στο 81% στην ομάδα θεραπείας, συγκριτικά με το 25% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου[6].
- Σε μια μελέτη του 2014 , ένα προβιοτικό που περιείχε τα παρακάτω γένη, διόρθωσε τη δυσβίωση στο 24% των ασθενών με ηπατική νόσο στην ομάδα θεραπείας, αλλά σε κανέναν από την ομάδα ελέγχου[7].
- Bifidobacterium bifidum
- Bifidobacterium lactis
- Bifidobacterium longum
- Lactobacillus acidophilus
- Lactobacillus rhamnosus
- Streptococcus thermophilus
- Μια μελέτη του 2020 για τον μύκητα Saccharomyces boulardii και το αντιβιοτικό μετρονιδαζόλη που χορηγήθηκε μόνο του, ή μαζί σε ασθενείς με συστηματική σκλήρυνση για 2 μήνες, έδειξε ότι το S. boulardii διόρθωσε το SIBO στο 33% των ασθενών συγκριτικά με τη μετρονιδαζόλη (25% των ασθενών). Τα αποτελέσματα ήταν προσθετικά, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει ότι το καθένα λειτούργησε με διαφορετικούς μηχανισμούς[8].
- Μια μελέτη του 2009 με 40 ασθενείς με SIBO, διάρροια και άλλα συμπτώματα στους οποίους χορηγήθηκε Bacillus clausii για 1 μήνα ανέφερε ποσοστό εκρίζωσης του SIBO κατά 47%[9].
Σημείωση: Αν και τα προβιοτικά μπορεί να είναι χρήσιμα, μερικοί άνθρωποι μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα όπως υδαρή κόπρανα, φουσκώματα, ή κοιλιακό άλγος κατά τη λήψη τους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις τα προβιοτικά είναι προτιμότερο να δοθούν σε μεταγενέστερα στάδια της θεραπείας.
Άλλα συμπληρώματα διατροφής
Διάφορα συμπληρώματα διατροφής προωθούνται για τη θεραπεία του SIBO και μερικά από αυτά μπορεί να αποβούν αρκετά χρήσιμα.
- Μια πολυβιταμίνη για την αντιμετώπιση των διατροφικών ελλείψεων.
- Πεπτικά ένζυμα, με, ή χωρίς χολικά άλατα για τη βελτίωση της πέψης (η βελτιωμένη πέψη περιορίζει τη διαθέσιμη τροφή για τα βακτήρια), ενώ η χολή διαθέτει και αντιμικροβιακές ιδιότητες.
- Βεταΐνη HCl και υπογλώσσια Β12 σε περιπτώσεις χαμηλών οξέων στομάχου.
- L-γλουταμίνη, Ν-ακετυλογλυκοζαμίνη, ψευδάργυρος, καρνοσίνη και Ν-ακετυλοκυστεΐνη για την υποστήριξη της επένδυσης και της ακεραιότητας του γαστρεντερικού βλεννογόνου.
- Συμπληρώματα διάσπασης των βακτηριακών βιοφίλμ.
Τα συμπληρώματα για τη διάσπαση των βακτηριακών βιοφίλμ περιλαμβάνονται στη θεραπεία με βότανα.
Αυτά τα συμπληρώματα είναι ως επί το πλείστων ένζυμα, αποτελεσματικά στη διαταραχή των μικροβιακών βιοφίλμ. Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα αποτελεσματικότητας για τη χρήση τους σε ασθενείς.
Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα από τα μικρόβια υπάρχουν μέσα σε ένα προστατευτικό «καβούκι», ή αλλιώς βιοφίλμ, με τα περισσότερα από αυτά να αποτελούν υγιείς βιομεμβράνες.
Η αναγκαιότητα της διάσπασης των βιοφίλμ στο έντερο είναι ακόμα αμφισβητήσιμη, καθώς το σώμα μας είναι σε θέση να απομακρύνει αυτές τις βακτηριακής βιομεμβράνες, εφόσον αυτό απαιτείται.
5 πράγματα που πρέπει να έχουμε κατά νου όταν παίρνουμε συμπληρώματα:
- Βεβαιωνόμαστε ότι δεν λαμβάνουμε τοξικά επίπεδα ορισμένων βιταμινών, ή μετάλλων (Α, D, E, B6, ψευδάργυρο, σίδηρο και ασβέστιο κ.α.).
- Σκεφτόμαστε ότι ορισμένα συμπληρώματα μπορεί να επηρεάσουν άλλα φάρμακα που μπορεί να παίρνουμε.
- Βεβαιωνόμαστε ότι δεν περιέχουν υπερβολικούς υδατάνθρακες, οι οποίοι μπορούν να τροφοδοτήσουν περαιτέρω το SIBO (διαβάστε τις ετικέτες).
- Τα περισσότερα συμπληρώματα προορίζονται για λήψη για μια περίοδο από λίγες εβδομάδες, έως και δύο μήνες. Η μακροχρόνια χρήση μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία.
- Να ελέγχουμε πάντα τις ετικέτες και να διαβάζουμε για πιθανές παρενέργειες και κινδύνους για την υγεία.
Τα συμπληρώματα μπορεί να είναι πολύ χρήσιμα όταν χρησιμοποιούνται με σύνεση, αλλά η υπερβολική χρήση είναι συνηθισμένη και δυστυχώς μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα κατά την προσπάθεια της θεραπείας.
Η διατροφή στην αντιμετώπιση του SIBO και του ευερέθιστου εντέρου
Η διατροφή μαζί με τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτιών είναι δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες στην προσπάθεια αποκατάστασης του εντερικού μικροβιώματος.
Οι δίαιτες που περιορίζουν την πλειοψηφία των ζυμώσιμων υδατανθράκων, ή γενικά τους υδατάνθρακες, είναι αποτελεσματικές στην επίλυση των συμπτωμάτων, καθώς μειώνουν τα εντερικά αέρια και τους τοξικούς βακτηριακούς μεταβολίτες, αποκαθιστούν την ισορροπία του pH, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την εντερική δυσβίωση.
Με βάση μια έρευνα ερωτηματολογίου που διεξήχθη το 2018 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νευρογαστρεντερολογίας και Κινητικότητας: «το 91% των γαστρεντερολόγων πιστεύει ότι οι δίαιτες είναι εξίσου καλές, ή αν όχι καλύτερες από τις ιατρικές θεραπείες για την αντιμετώπιση του ευερέθιστου εντέρου»[10].
Δυσανεξία στους υδατάνθρακες
Στο παρελθόν, πολλά από τα συμπτώματα που είχαν αναγνωριστεί ως δυσανεξία στους υδατάνθρακες, πλέον σχετίζονται με την εντερική δυσβίωση.
Για παράδειγμα, η δυσανεξία στη λακτόζη είναι πολύ συχνή σε ασθενείς με SIBO[11], ενώ η δυσανεξία στη φρουκτόζη, η οποία τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970, σχετίζεται επίσης με την παρουσία του SIBO[12].
Το Αμερικανικό εγχειρίδιο της πρωτοβάθμιας και οξείας φροντίδας υγείας αναφέρει ότι: «Οι διατροφικές αλλαγές για τη μείωση των εντερικών αερίων, χαρακτηριστικό γνώρισμα του SIBO, απαιτούν την εξάλειψη των παρακάτω ειδών υδατανθράκων[13]:
- Λακτόζης
- Φρουκτόζης
- Ολιγοσακχαρίτες
- Ανθεκτικό άμυλο
- Αλκοόλες ζάχαρης
Ανεξάρτητα από το αν λάβουμε συνθετικά αντιβιοτικά, ή αντιμικροβιακά βότανα, απαιτείται μια δίαιτα που περιορίζει τους ζυμώσιμους υδατάνθρακες για την επιτυχή αποκατάσταση της εντερικής δυσβίωσης.
Όταν τα συμπτώματά υποχωρήσουν πλήρως, πραγματοποιείται μια επανεισαγωγή ορισμένων ειδών υδατανθράκων και τροφών, με αργό ρυθμό και απαραίτητη κλινική επίβλεψη με σκοπό την παρακολούθησή των συμπτωμάτων και της κλινικής πορείας του ατόμου.
In conclusion we:
Και οι τέσσερις παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω διαθέτουν καθαριστικό ρόλο στη διαχείριση του εντερικής δυσβίωσης.
Για σοβαρές περιπτώσεις με διατροφικές ελλείψεις και υποθρεψία, μπορεί να συσταθούν αντιβιοτικά.
Ωστόσο, για την πλήρη αντιμετώπιση και για την πρόληψη πιθανής υποτροπής, υπάρχουν τρία βασικά στοιχεία που θα πρέπει να αξιολογηθούν:
1. Είναι σημαντικό να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν οι υποκείμενες αιτίες
Υπάρχουν αρκετές πιθανές υποκείμενες αιτίες, οι οποίες διαφέρουν από άτομο σε άτομο.
Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
- Τη χρόνια χρήση αντιβιοτικών
- Τα χαμηλά οξέα στομάχου
- Προβλήματα χολικών οξέων (αυξημένη, η ελαττωμένη έκκριση, υπερβολική αποσύζευξη από βακτήρια, κακή επαναρρόφηση)
- Παγκρεατική ανεπάρκεια
- Οτιδήποτε διαταράζει τη γαστρεντερική κινητικότητα (συμπεριλαμβανομένης της γαστρεντερικής λοίμωξης, φάρμακα, υπερβολικά επίπεδα μεθανίου, σκληρόδερμα, χειρουργική επέμβαση, συμφύσεις, διαβήτης κ.λπ.)
- Ανεπάρκεια ενζύμων, λόγω βλάβης των εντερικών λαχνών (συνήθως ως αποτέλεσμα χρονιάς λοίμωξης και φλεγμονής).
2. Περιορίζουμε για ένα διάστημα τους ζυμώσιμους υδατάνθρακες στη διατροφή μας
Το πλήρες φάσμα των ζυμώσιμων υδατανθράκων περιλαμβάνει:
- Τη λακτόζη
- Τη φρουκτόζη
- Το ανθεκτικό άμυλο
- Τις φυτικές ίνες (γενικά)
- Αλκοόλες ζάχαρης (εκτός από την ερυθριτόλη)
Στόχος μας είναι να εστιάσουμε σε τροφές που μπορούμε να πέψουμε και να αφομοιώσουμε, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη διαθέσιμη τροφή για τα δυσβιωτικά βακτήρια, έως ότου αποκατασταθεί επιτυχώς η μικροβιακή ισορροπία.
Τα βακτήρια εξαρτώνται κυρίως από τους υδατάνθρακες ως προτιμώμενη πηγή ενέργειας για την ανάπτυξη και εδραίωση τους, καθώς τρέφονται είτε από τους ιδίους τους υδατάνθρακες της τροφής, είτε από υποπροϊόντα της ζύμωσης τους.
3. Εστιάζουμε σε συμπεριφορές που βελτιώνουν την πέψη και την απορρόφηση τροφής.
Αυτή η πρακτική συχνά παραβλέπεται, όμως διαθέτει κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση του SIBO, καθώς και άλλων μορφών δυσβίωσης.
- Καταναλώνουμε το φαγητό μας με ένα ήρεμο ρυθμό, ή υπό καταστάσεις στρες;
- Αφήνουμε κενά ανάμεσα στα γεύματά μας, ώστε να ολοκληρώνεται η διαδικασία της πέψης;
- Πίνουμε νερό ενδιάμεσα και όχι μαζί με τα γεύματα μας, ώστε να μην επηρεάζουμε την πεπτική λειτουργία;
- Πως αντιδρούμε στη λήψη προβιοτικών και πρεβιοτικών;
- Ποια συμπληρώματα διατροφής (όπως ένζυμα, ή προβιοτικά) έχουμε δοκιμάσει με στόχο τη βελτίωση της πέψης;
Διαθέσιμες υπηρεσίες επιδιόρθωσης μικροβιώματος:
Βρείτε επιλεγμενες υπηρεσίες επιδιόρθωσης του εντερικού μικροβιώματος, με:
- Ιατρική υποστήριξη
- Διαγνωστικές εξετάσεις
- Εξατομικευμένη διατροφική παρακολούθηση
Επιλέξτε την υπηρεσία εδώ:
https://www.learnnutrition.gr/epikinonia/
Επιμέλεια κειμένου:
Savvas Tsanasidis
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
MSc στην Κλινική Διαιτολογία
Αριστοτελους 88, Βέροια
☎️23310 41584
📱 698 7307 850
📩 contact@learnnutrition.gr
www.learnnutrition.gr
Bibliography::
[1] G. A. M. Cresci and K. Izzo, “Gut Microbiome,” Adult Short Bowel Syndr. Nutr. Medical, Surg. Manag., pp. 45–54, Jan. 2019, doi: 10.1016/B978-0-12-814330-8.00004-4.
[2] A. C. Dukowicz, B. E. Lacy, and G. M. Levine, “Small Intestinal Bacterial Overgrowth: A Comprehensive Review,” Gastroenterol. Hepatol. (N. Y)., vol. 3, no. 2, p. 112, Feb. 2007, Accessed: May 17, 2023. [Online]. Available: /pmc/articles/PMC3099351/.
[3] U. C. Ghoshal and D. Srivastava, “Irritable bowel syndrome and small intestinal bacterial overgrowth: Meaningful association or unnecessary hype,” World J. Gastroenterol., vol. 20, no. 10, p. 2482, Mar. 2014, doi: 10.3748/WJG.V20.I10.2482.
[4] A. Lembo et al., “Repeat Treatment With Rifaximin Is Safe and Effective in Patients With Diarrhea-Predominant Irritable Bowel Syndrome,” Gastroenterology, vol. 151, no. 6, pp. 1113–1121, Dec. 2016, doi: 10.1053/J.GASTRO.2016.08.003.
[5] V. Chedid et al., “Herbal therapy is equivalent to rifaximin for the treatment of small intestinal bacterial overgrowth,” Glob. Adv. Heal. Med., vol. 3, no. 3, pp. 16–24, May 2014, doi: 10.7453/GAHMJ.2014.019.
[6] S. Liang, L. Xu, D. Zhang, and Z. Wu, “Effect of probiotics on small intestinal bacterial overgrowth in patients with gastric and colorectal cancer,” Turk. J. Gastroenterol., vol. 27, no. 3, pp. 227–232, May 2016, doi: 10.5152/TJG.2016.15375.
[7] D. S. Kwak et al., “Short-term probiotic therapy alleviates small intestinal bacterial overgrowth, but does not improve intestinal permeability in chronic liver disease,” Eur. J. Gastroenterol. Hepatol., vol. 26, no. 12, pp. 1353–1359, 2014, doi: 10.1097/MEG.0000000000000214.
[8] G. García-Collinot et al., “Effectiveness of Saccharomyces boulardii and Metronidazole for Small Intestinal Bacterial Overgrowth in Systemic Sclerosis,” Dig. Dis. Sci., vol. 65, no. 4, pp. 1134–1143, Apr. 2020, doi: 10.1007/S10620-019-05830-0.
[9] M. Gabrielli et al., “Bacillus clausii as a treatment of small intestinal bacterial overgrowth,” Am. J. Gastroenterol., vol. 104, no. 5, pp. 1327–1328, May 2009, doi: 10.1038/AJG.2009.91.
[10] A. Lenhart, C. Ferch, M. Shaw, and W. D. Chey, “Use of dietary management in irritable bowel syndrome: Results of a survey of over 1500 united states gastroenterologists,” J. Neurogastroenterol. Motil., vol. 24, no. 3, pp. 437–451, 2018, doi: 10.5056/JNM17116.
[11] J. Zhao et al., “Lactose intolerance in patients with chronic functional diarrhoea: the role of small intestinal bacterial overgrowth,” Aliment. Pharmacol. Ther., vol. 31, no. 8, pp. 892–900, Apr. 2010, doi: 10.1111/J.1365-2036.2010.04252.X.
[12] G. Nucera et al., “Abnormal breath tests to lactose, fructose and sorbitol in irritable bowel syndrome may be explained by small intestinal bacterial overgrowth,” Aliment. Pharmacol. Ther., vol. 21, no. 11, pp. 1391–1395, Jun. 2005, doi: 10.1111/J.1365-2036.2005.02493.X.
[13] A. Gasbarrini et al., “Methodology and indications of H2-breath testing in gastrointestinal diseases: The Rome consensus conference,” Aliment. Pharmacol. Ther., vol. 29, no. SUPPL. 1, pp. 1–49, 2009, doi: 10.1111/J.1365-2036.2009.03951.X.